ρηγματώδης

ρηγματώδης
-ες / ῥηγματώδης, -ῶδες, ΝΑ [ῥῆγμα, -ατος]
1. όμοιος με ρήγμα
2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια»)
νεοελλ.
φρ. «ρηγματώδη τρήματα»
ανατ. οπές τής βάσης τού κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού -πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα- για τη δίοδο τής έσω καρωτίδας, και μεταξύ λιθοειδούς και ινιακού οστού -οπίσθιο ρηγματώδες τρήμα- για τη δίοδο τής σφαγίτιδας φλέβας και τής 9ης, τής 10ης και τής 11ης εγκεφαλικής αρτηρίας
αρχ.
ο ῥηγματίας*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥηγματώδης — breakage masc/fem acc pl (attic epic doric) ῥηγματώδης breakage masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ῥηγματώδης breakage masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”